- ισοψηφώ
- eşit sayıda oy almak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ισοψηφώ — ισοψηφώ, ισοψήφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοψηφώ — έω [ισόψηφος] συγκεντρώνω ίσο αριθμό ψήφων … Dictionary of Greek
ισοψηφώ — ισοψήφησα, παίρνω ίσο αριθμό ψήφων: Στις τελευταίες εκλογές αυτοί οι βουλευτές ισοψήφησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)